Περιφερειακό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ- Α' Παθολογική Προπαιδευτική Κλινική Α.Π.Θ.

 

  

     

 

 

Ιατρείο

Αιμόστασης & Θρόμβωσης

 

e-mail:pemakris@med.auth.gr

http://www.med.auth.gr/~pemakris

Fax: (3031)  994777, phone : (3031) 994777

 

Υπεύθυνος: Παντελής Ε ΜΑΚΡΗΣ, επ. Καθηγητής Αιματολογίας, του Α.Π.Θ.

 

Προς τους συντονιστές

του Μετεκπαιδευτικού Σεμιναρίου της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας

Τ Μανδαλάκη και Γ Μπουρίκα

 

Έχοντας στη διάθεση μου το e-mail της Εταιρείας «Εψιλον» που είναι και η γραμματεία της έκδοσης των κειμένων (έτσι τουλάχιστον προκύπτει από Fax που έλαβα στις 18/3/1998) σας αποστέλλω το κείμενό μου με θέμα «συγγενής έλλειψη πρωτεΐνης C και πρωτεΐνης S» γραμμένο σε Word 6 και σε γραμματοσειρά Times new Roman. Το στέλνω ταυτόχρονα ως e-mail, αλλά και ως attachment file.. Θα προσπαθήσω να το στείλω επίσης και με Fax. Σας υπενθυμίζω ότι με τη μορφή του attachment file  μπορεί ο απλώς χρήστης του Word να το επεξεργαστεί και να ομογενοποιήσει το κείμενο ως να είχε στη διάθεσή του δισκέττα.

Με εκτίμηση

Θεσσαλονίκη 24/4/98

Παντελής Ε Μακρής

 

 

Συγγενής θρομβοφιλική διάθεση : Πρωτεΐνη C- Πρωτεΐνη S

Παντελής Ε Μακρής

        εισαγωγή

Η πρωτεΐνη C και η Πρωτεΐνη S αποτελούν τις κύριες συνιστώσες στην αντιπηκτική δράση όλου του «συστήματος της πρωτεΐνης C». Το σύστημα εμποδίζει την επέκταση της ενεργοποίησης του μηχανισμού της πήξης σε περιοχές εκτός ή μακριά από τη βλάβη των αγγείων. Αρχίζει από τα ίχνη της παραγόμενης θρομβίνης στο σημείο αυτής της βλάβης που ενώνεται με τη θρομβομοντουλίνη  σχηματίζοντας σύμπλεγμα με το οποίο έρχεται σε επαφή η προσερχόμενη με την κυκλοφορία πρωτεΐνη C που και ενεργοποιείται από το σύμπλεγμα μετατρεπόμενη σε ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C. Μόνο με τη μορφή αυτή και με την αναγκαστική παρουσία της πρωτεΐνης S, που δρα ως συμπαράγοντας, η ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C ασκεί την αντιπηκτική της δράση συνδεόμενη με τους ενεργοποιημένους παράγοντες VIII και V, αδρανοποιώντας τους. Η δράση του συστήματος ολοκληρώνεται με την ανασταλτική επίδραση που ασκεί και στην ινωδόλυση, εμποδίζοντας το σχηματισμό πλασμίνης σε τοπικό επίπεδο.

Η πρωτεΐνη C, είναι μια βιταμινο- Κ εξαρτημένη πρωτεΐνη, το γονίδιο της βρίσκεται στο χρωμόσωμα 2q13-q14, ενώ ως πρωτεΐνη παράγεται στο ήπαρ. Έχουν ταυτοποιηθεί 160 σημειακές με­ταλλάξεις. Κληρονομείται με υπολειπόμενο ή κυρίαρχο τρόπο. Οι τύποι έλλειψης της είναι αντίστοιχοι με αυτούς της ΑΤ. Η ανεπάρκεια δεν σημαίνει ελαττωμένο προσδόκιμο επιβίω­σης. Ομοζυγώτες δεν ανευρέθη­σαν.

Επιδημιολογία. Η συχνότητα εμφάνισης μεταξύ των θρομβοφιλικών ασθενών ανέρχεται στο 3,0 %, ενώ μεταξύ των φυσιολογικών ατόμων 0.2 %, σχετικός κίνδυνος: 8-10. Η πλήρης (ομοζυγωτική) έλλειψη της PC είναι συμβατή με την ενδομήτρια ανάπτυξη, και εμφανίζε­ται στο νεογνό ως κεραυνοβόλος πορφύρα

 

Η πρωτεΐνη S, είναι επίσης βιταμινο- Κ εξαρτημένη γλυκοπρωτεΐνη. Το γονίδιο βρίσκεται στο χρωμόσωμα 3p11.1-3p11.2. Υπάρχουν δύο ομόλογα γονίδια, τα PROS1 και PROS2. Η πρωτεΐνη S παράγεται στο ήπαρ, στο ενδοθήλιο, στα αιμοπετάλια και στα κύτταρα Leydig των όρχεων. Ως πρωτείνη η Ν-τελική περιοχή της έχει δραστικότητα συμπαράγοντα της APC και η C-τελική πε­ριοχή συνδέεται με την β αλυσίδα της C4b-BP. Κυκλοφορεί συνδεδεμένη κατά 60% με την β αλυσίδα της C4b-BP, ενώ η ελεύθερη PS παίζει ρόλο συ­μπαράγοντα στην APC. Κληρονομείται με κυρίαρχο τύπο και έχουν καταγραφεί 32 σημειακές μεταλλάξεις.

(Μόνο το 50-60% των ανεπαρκειών έχει επιβεβαιωθεί με γενετικό έλεγχο).

   Ι   ¯ ολική Ag         ¯ ελεύθερη Ag       ¯  PS δραστικότητα

  II   N ολική Ag        N ελεύθερη Ag       ¯  PS δραστικότητα

 III   N ολική Ag        ¯ ελεύθερη Ag       ¯  PS δραστικότητα

 

Οι τύποι Ι και ΙΙΙ θεωρούνται φαινοτυπικές εκφράσεις του ίδιου γονότυπου. Ο τύπος ΙΙ είναι πιο σπά­νιος και πολλές από τις ανεπάρκειές του αποδείχθηκε ότι είχαν σχέση με παθολογική APCR.

Επιδημιολογία. Άγνωστη η επίπτωση στον γενικό πληθυσμό, Στους θρομβοφιλικούς : 1,5%. Σε μία μελέτη της ομάδας του Leiden (case-control, LETS) φάνηκε ότι τα ê επίπεδα της ολι­κής PS ή ελεύθερης PS δεν αυξάνουν τον κίνδυνο για θρόμ­βωση. Τέλος έχει περιγραφεί μια  πιθανή σχέση με την αρτηριακή θρόμβωση.

 

Η θρομβομοντουλίνη(ΤΜ) είναι το τρίτο σε μοριακό επίπεδο πρωτεϊνικό μόριο που ανήκει στο σύστημα αναστολής της πρωτεΐνης C.  Το γονίδιο του βρίσκεται στο χρωμόσωμα 20. Είναι διαμεμβρανικός υποδοχέας που βρίσκεται στη μεμβράνη των ενδοθηλιακών κυττάρων, όπου και παράγεται. Η δράση της έγκειται στο ότι ενεργεί ως συμπαράγοντας της θρομβίνης στην ενεργοποίηση της PC και στην αναστολή της παραγωγής της πλασμίνης..

Παρατηρήθηκε σε 145 ασθενείς με θρομβοεμβολική νόσο (ΘΕΝ) ότι είχαν κάποια από τις 8 μεταλλάξεις της ΤΜ. Οι μεταλλάξεις συνοδεύονται με ιστορικό ΘΕΝ. Πρόσφατα ανακοι­νώθηκε μία μετάλλαξη G127A που συνδέεται με θρόμβωση του σηραγγώδους κόλπου. Απαι­τείται περαιτέρω έρευνα.

 

        κλι­νι­κή ει­κό­να

Η κλι­νι­κή ει­κό­νά της με τις χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις εμφα­νί­ζε­ται συ­νή­θως σε η­λι­κί­α >15 και <35 ε­τών (πολύ σπάνια εμφανίζεται σε μικρότερη ηλικία) και εί­ναι σχε­δόν ί­δια για ό­λα τα αί­τια  της, ό­πως:

·        συχνή εμφάνιση επώδυνης κράμπας (σημείο ισχαιμίας των συγκεκριμένων μυών)

·        ό­χι σπά­νιες ε­πι­πο­λής φλε­βι­κές θρομ­βώ­σεις

·        υ­πο­τρο­πιά­ζου­σα "εν τω βά­θει DVT" θρόμ­βω­ση με ή χωρίς πνευ­μο­νι­κές εμ­βο­λές

·        θρόμ­βω­ση με­σε­ντε­ρί­ων φλε­βών καθώς και των ηπατικών (σύνδρομο Bud Chiari)

·        θρόμβωση οφθαλμικών αγγείων (αμφιβληστροειδή και άλλων)

·        χρό­νιο οί­δη­μα (?) κά­τω ά­κρων και εν­δε­χο­μέ­νως έλ­κη α­πό τη στά­ση του αί­μα­τος

·        σχε­τι­κά σπά­νια αρ­τη­ρια­κή θρόμ­βω­ση, οξέα εγκεφαλικά επεισόδια (αρτηριακά ή φλεβικά)  και τέλος αιφ­νί­διοι θά­να­τοι.

Ε­πί­σης εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό π.χ. ό­τι σε έλ­λει­ψη πρωτεΐνης C ή S μό­νο τα 2/3 των ε­τε­ρο­ζυ­γο­τών πα­ρου­σιά­ζουν θρομ­βώ­σεις ε­νώ εί­ναι πο­λύ συ­χνές οι δερμα­τι­κές νε­κρώ­σεις κυ­ρί­ως στην έ­ναρ­ξη θε­ρα­πεί­ας με α­ντι­βι­τα­μί­νες Κ (ΑVK). Η ο­μό­ζυ­γη μορ­φή εί­ναι θα­να­τη­φό­ρα και εμ­φα­νί­ζει δερ­μα­τι­κές νε­κρώ­σεις αμέ­σως με τη γέν­νη­ση του αν­θρώ­που.

 

        διά­γνω­ση

Η διά­γνω­ση προ­ϊ­δε­ά­ζε­ται α­πό την κλι­νι­κή ει­κό­να (υποτροπιάζων χαρακτήρας) και το ι­στορι­κό (+/- κλη­ρο­νο­μι­κή ε­πι­βά­ρυν­ση). Η θε­τι­κή α­πά­ντη­ση στρέ­φει την έ­ρευ­να προς τα κύ­ρια αί­τια της θρομ­βο­φι­λί­ας. Η διε­ρεύ­νη­ση ερ­γα­στη­ρια­κών δε­δο­μέ­νων που συ­νη­γο­ρούν υ­πέρ της διά­γνω­σης συ­μπλη­ρώ­νε­ται α­πό τον έ­λεγ­χο της οι­κογέ­νειας του αρ­ρώ­στου.

Η α­ξιο­λό­γη­ση των ερ­γα­στη­ρια­κών ευ­ρη­μά­των στη­ρί­ζε­ται τουλά­χι­στο σε δύ­ο στιγ­μιό­τυ­πα αί­μα­τος και εί­ναι υ­πο­χρέ­ω­ση κά­θε μο­νά­δας να καθο­ρί­σει τα δια­γνω­στι­κά ό­ρια για κά­θε μο­ρια­κό δεί­κτη κλη­ρο­νο­μι­κής θρομ­βο­φι­λί­ας. Έτσι :

Α) Τι­μές  πρωτεΐνης C:F < 50 -60% και ταυ­τό­χρο­να τι­μές< 60 % ή και φυ­σιο­λο­γι­κές για την α­ντι­γο­νι­κή πα­ρά­με­τρό της, PrC:ag, συ­νη­γο­ρούν για κλη­ρο­νο­μι­κή έλ­λει­ψη, αντίστοιχα τιμές ελεύθερης πρωτεΐνης S <50-60% θέτουν ουσιαστικά τη διάγνωση ενώ η ανεύρεση ελαττωμένων τιμών της ολικής πρωτεΐνης S συχνά γίνεται αφορμή παρερμηνείας των ευρημάτων. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτά αναφέρονται μόνο στην αντιγονική δραστικότητά της. Β) Ε­πι­βε­βαί­ω­ση της έλ­λει­ψης στην οι­κο­γέ­νεια.

        διαφορική διάγνωση.

Η διαφορική διάγνωση θα στηριχτεί στην κλινική εικόνα και στο ατομικό και κληρονομικό αναμνηστικό. Συγκεκριμένα η αναφορά στο ατομικό αναμνηστικό ασθενών με επαναλαμ­βανόμενες θρομβοφιλικές εκδηλώσεις συνηγορεί υπέρ της κληρονομικής θρομβοφιλίας πολύ πε­ρισσότερο αν αυτές εμφανίστηκαν σε νεαρή ηλικία, η διάγνωση Δε ισχυροποιείται με την πλη­ροφορία ανάλογων επεισοδίων στα μέλη της οικογένειας (ανιόντα και κατιόντα). Επιβεβαιώ­νεται τέλος με την ανεύρεση διαταραχής σε μοριακό επίπεδο των παραγόντων της αιμόστα­σης μελών της οικογένειας. Η αναζήτηση της παρουσίας αντιπηκτικού του λύκου όπως και άλλων βιοχημικών μεταβολών θα απομακρύνει ανάλογα ή θα ενισχύσει την επίκτητη ή την κληρο­νομική θρομβοφιλία. Ως παρένθεση αναφέρεται ότι η αξιολόγηση των ευρημάτων που προκύπτουν από τις νέες screening-δοκιμασίες ελέγχου της θρομβοφιλικής διάθεσης -όπως είναι η APCR και η HAT- επιβάλλεται  να είναι πολύ προσεκτική αφού σε κάθε ανεύρεση παθολο­γικής δοκιμασίας πρέπει να αποκλειστούν συνθήκες που την καθιστούν ψευδώς παθολογική.

 

        πρό­γνω­ση

Γενικά η πρόγνωση είναι καλή όταν ο ασθενής παρακολουθείται συστηματικά και περιοδικά. Με την κα­τάλ­λη­λη θε­ρα­πεί­α εί­ναι πολύ κα­λή .

 

Ο σχετικός κίνδυνος ατόμων με διαγνωσμένη κληρονομική θρομβοφιλία να παρουσιάσουν αντίστοιχη κλινική εικόνα  εξαρτάται από το είδος της βλάβης. 

1-Σημαντικές γενετικές βλάβες, πρόκειται κυρίως για συνδυασμένες γενετικές βλάβες που εκδηλώνονται με ιδιαίτερη βαρύτητα ως υποτροπιάζουσα επιπολής ή «εν τω βάθει» φλεβική θρόμβωση (VT) με ή χω­ρίς πνευμονική εμβολή, ή θρόμβωση σε ασυνήθιστες θέσεις εντόπισης. Η ηλικία της εμ­φάνισης των συμπτωμάτων είναι <40 ετών και συνοδεύεται από αντίστοιχο οικογενειακό ιστορικό. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι συνδυασμένες ελλείψεις των παραγόντων της ΑΤ, με την PC, ή την PS, που είναι βέβαια σπάνιες. Τα θρομβοφιλικά επεισόδια συμ­βαίνουν πολύ πιο συχνά στις συνδυασμένες ελλείψεις. έτσι π.χ. ενώ εμ­φανίζονται στο 31% των ατόμων με μοναδική έλλειψη PC και στο 13% των ατόμων που έχουν κληρονομήσει μόνο τη διαταραχή στον παράγοντα V (factor V Leiden), το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 73 % των ατόμων όταν συνυπάρχουν και οι δύο διαταραχές. Έχουν επίσης περιγραφεί και άλλες συνδυασμένες βλάβες όπως της PC, PS, AT με αντίστοιχη συνύπαρξη της μετάλλαξης 20210 GèA στο μόριο της προθρομβίνης. Ο αριθμός των θρομβωτικών επεισοδίων ήταν 1,9 % όταν οι ασθενείς είχαν μόνο έλ­λειψη της PC, PS, AT, ή FV Leiden και γινόταν διπλάσιος (3,7 %) όταν τα άτομα παρουσία­ζαν ταυτόχρονα και την G20210A μετάλλαξη της προθρομβίνης (αυτό πρόκυψε από διεξο­δική μελέτη 101 θρομβοφιλικών ασθενών).

2- Ηπιότερες γενετικές βλάβες. Αυτές αποκαλύπτονται τυχαία και διαδράμουν ασυμπτω­ματικά, αφορούν κυρίως ετεροζυγότες, που δεν πα­ρουσιάζουν κανένα παράγοντα κινδύνου, ή που για αδιευκρίνιστο μέχρι στιγμής λόγο δεν οδηγούν σε θρομβοφιλική διάθεση, μεταβι­βάζουν όμως τη γενετική βλάβη στους απογόνους τους.

 

        σχέση γενετικής βλάβης και παραγόντων κινδύνου

Η θρόμβωση ως κλινικό φαινόμενο είναι τοπική εκδήλωση της διαταραχής της αιμόστασης, που εμφανίζεται παροδικά ύστερα από συνδυασμένη ή όχι επίδραση επιπρόσθετου παράγο­ντα κινδύνου. Δεν διασαφηνίστηκαν οι αλληλεπιδράσεις γενετικών βλαβών με περιβαλλοντο­λογικούς ή άλλους παράγοντες κινδύνου. Πάντως η συχνότητα εμφάνισης θρομβωτικών επεισοδίων επηρεάζεται σημαντικά από τη συνύπαρξη γενετικής διαταραχής και λήψης αντι­συλληπτικών ή παράλληλης κύησης.

 

        συ­χνό­τη­τα εμ­φά­νι­σης της έλ­λει­ψης στο γε­νι­κό πλη­θυ­σμό.

Στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας η συ­χνό­τη­τα των θρομ­βώ­σε­ων στο γε­νι­κό πλη­θυ­σμό υπολογιζόταν σε 1/700 - 1/1000 των νε­α­ρών ατόμων. Όμως η συνολική συχνότητα ανεύρεσης γνωστών αιτίων μεταξύ των ασθενών που παρουσιάζουν θρομβοφιλικές εκδηλώσεις ανερχόταν στο 42 %  (από αυτά το 20 % αποδιδόταν σε ε­λάτ­τω­ση της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης των tPA, το 8.5 % σε έλ­λει­ψη της πρω­τε­ΐ­νης C, το 7 % σε αντίστοιχη της πρωτεΐνης S, το 6 % σε έλλειψη της ΑΤ, το 0.5 % σε ελάττωση των επιπέδων του πλα­σμι­νο­γό­νου και το 0.2 % σε δυ­σι­νω­δο­γο­ναι­μί­α). Άλλοι απέδιδαν ένα πο­σο­στό 31% του συ­νό­λου των θρομ­βώ­σε­ων σε δια­τα­ρα­χή της ι­νω­δό­λυ­σης. Συνολικά η συ­χνότη­τα της κλη­ρο­νο­μι­κής θρομ­βο­φι­λί­ας στο γε­νι­κό πλη­θυ­σμό υπολογιζόταν ως 1/2500, και μεταξύ των θρομβοφιλικών απέδιδαν το 35 % σε έλ­λει­ψη των φυ­σιο­λο­γι­κών α­να­σταλ­τών της πή­ξης. Στο γε­νι­κό πλη­θυ­σμό της Α­με­ρι­κής μάλιστα η έλλει­ψη της πρω­τε­ΐ­νης C έφθανε σε μια συχνότητα της τάξης του 1/300.

Σήμερα στο τέλος της δεκαετίας του 90 η συχνότητα της κληρονομικής θρομβοφιλίας εγγίζει το 10% του γενικού πληθυσμού, αφού μόνο 5% αποδίδονται στη μετάλλαξη του παράγοντα V-Leiden, 2,3% στη μετάλλαξη G20210A της προθρομβίνης και άλλα 2-3% όλων των άλλων δεικτών. Έτσι το 9-10% συνολικά των ατόμων του γενικού πληθυσμού δυνητικά μπορούν να εκδηλώσουν θρομβοφιλικά επεισόδια .

 

        θε­ρα­πεί­α

των θρομβοφιλικών εκδηλώσεων από έλ­λει­ψης πρωτεΐνης C και της πρωτεΐνης S.

·     κλασική θεραπεία, στην οξεία φάση θεραπεία με κλασική ηπαρίνη ή ηπαρίνες μΜΒ. Επί 5 ημέρες ήδη από την 3 αρχίζει η χορήγηση αντιπηκτικών από το στόμα (AVK). Για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και διαίτης μπορεί να συνεχιστεί η αντιμετώπιση με μΜΒΗ.

Στην έλ­λει­ψη της πρω­τε­ΐ­νης C και S προς το πα­ρόν επιβάλλεται μακροχρόνια θε­ρα­πεί­α με AVK (προ­σο­χή χρειά­ζε­ται στην έ­ναρ­ξη της α­γω­γής λό­γω της βρα­χύτατης η­μι­διάρ­κειας ζω­ής της Pr C, εί­ναι πα­ρα­πλή­σια του FVII και μπο­ρεί να προκα­λέ­σει δερ­μα­τι­κές νε­κρώ­σεις).

·     εναλλακτική θεραπεία, αυτή συνίσταται στη χορήγηση θρομβολυτικών φαρμάκων που θα μεγιστοποιήσουν τη φυσιολογική ινωδόλυση, στην οξεία φάση. Κριτήρια επιλογής η πολύ νεαρά ηλικία του ασθενή και η ανάγκη διαφύλαξη της ακεραιότητας του συστήματος των διατιτραινόντων κλάδων του φλεβικού συστήματος των κάτω άκρων. Το κόστος και οι αιμορραγικές επιπλοκές της θεραπείας οδήγησαν στην εφαρμογή εκλεκτικής περιφερειακής ενδοφλέβιας χορήγησης διαφόρων σκευασμάτων (όπως στρεπτοκινάσης 5.000 μονάδες/ την ώρα ημερησίως, υπό φλεβογραφικό έλεγχο, ή ουροκινάσης 100.0000 μονάδες την ώρα και για πέντε ώρες, ή 50 mg rTPA διάρκειας 30-60 min, ή  30 μονάδες APSAC σε στάγδην έγχυση με αντλία πέντε min). Με την εκλεκτική αυτή μέθοδο επιδιώκεται ο αποκλεισμός των επιφανειακών φλεβών και καθοδηγείται το θρομβολυτικό στο εν τω βάθει φλεβικό δίκτυο.

 

        συ­μπέ­ρα­σμα

Η οι­κο­γε­νής θρομ­βο­φι­λί­α, που οφείλεται στην συγγενή έλλειψη της πρωτεΐνης C και της πρωτεΐνης S έχει ένα μικρό μερίδιο (0,7%) στη μεγάλη συχνότητα εμ­φά­νι­σης στο γε­νι­κό πλη­θυ­σμό της συνολικής κληρονομικής θρομβοφιλικής διάθεσης που ανέρχεται στο 9-10 %,  συ­χνό­τη­τα που καθιστά τη θρομβοφιλία μια α­πό τις συ­χνότερες α­σθέ­νειες της ε­πο­χής μας ί­σως και γέν­νη­μά της. Η με­γά­λη πρό­ο­δο της ε­πο­χής μας στην κα­τα­νό­η­ση των μη­χα­νι­σμών της αι­μό­στα­σης α­πο­κά­λυ­ψε έ­να ση­μα­ντι­κό α­ριθ­μό αι­τί­ων που προ­κα­λούν και συ­ντη­ρούν τη θρομ­βο­φι­λί­α, έ­να α­νά­λο­γο α­ριθ­μό πα­ρα­γό­ντων που διευ­κο­λύ­νουν την εμ­φά­νι­σή της, πα­ράλ­λη­λα ό­μως ά­νοι­ξε το δρό­μο για ου­σιαστι­κό­τε­ρη θε­ρα­πευ­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση της θρομ­βο­φι­λί­ας με τη θρομ­βό­λυ­ση αλλά και την πρό­λη­ψή της (με γε­νε­τι­κές συμ­βου­λές και ί­σως στο μέλ­λον με προγε­νε­τι­κό έ­λεγ­χο που να στη­ρί­ζε­ται στο α­να­συν­δυα­σμέ­νο DNA των υ­πευ­θύ­νων για την κλη­ρο­νο­μι­κή θρομ­βο­φι­λί­α  πρω­τε­ϊ­νών της αι­μό­στα­σης)..

 

        βιβλιογραφία

1.  Borgel D., Gandrille S. and Aiach J M.. Vermylen, M.F. Hoylaerts and J. Arnout Protein S defi­ciency Thromb Haemost 77(6) 351 (1997).

2.  Esmon CT, Yasuhiro WDK, Gu JM, Ferrell G, Regan LM, Stearns-Kurosawa DJ, Kurosawa S, Mather T, Laszik Z, and Esmon NL. The Protein C Pathway: New Insights Thromb Haemost 77(6) 70–74 (1997).

3.  Lambropoulos AF, Foka Z, Makris M, Daly M, Kotsis A, Makris PE. Factor V Leiden in Greek thrombophilic pa­tients : relationship with activated protein C resistance test and levels of thrombin -antithrombin complex and pro­thrombin fragment 1+2. Blood Coagulation and Fibrinoly­sis 8, 485-489, 1997.

4.  Makris PE, E Pithara, DA Tsakiris. Thrombophilia due to protein-C deficiency, the first 9 Greek cases. Xth Int Congr on Thrombosis, Athens May, Abs book, p. 98, 1988.

5.  Makris PE, Kritsepi  M, Constantinidis C, Gerotziafas G, Makris S, Xanthopoulos W, Pi­thara E, Tafakis G, Veziridis T, Kanavouras A.: A study on thrombophilia incidence. Progre­ss in Angiology 241-2, 1991.

6.  Μακρής ΠΕ. Θρομβοφιλία Leiden. Άρθρο σύνταξης στα «Αρχεία της Ελληνικής Ιατρικής» 14, 239-240, 1997.

7.  Seligsohn U. and Zivelin A: Thrombophilia as a multigenic disorder. Thromb Haemost 77(6) 297  (1997).